- ἐναντίβιον
- ἐναντίβιοςset againstmasc/fem acc sgἐναντίβιοςset againstneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εναντίβιος — ἐναντίβιος, ον (Α) 1. εχθρικός 2. (το ουδ. ως επίρρ.) ἐναντίβιον εναντίον, εχθρικά («ἵππους τε στρέψαι καὶ ἐναντίβιον μαχέσασθαι», Ομήρ. Ιλ.) … Dictionary of Greek